-
1 шапочный
επ.της σκούφιας• για σκούφια•-материал ύφασμα ή υλικό για σκούφιες•
-ое производство παραγωγή σκουφιών.
εκφρ.- ое знакомство – επιφανειακή γνωριμία•шапочный знакомый – λίγο γνωστός•к -ому разбору прийти (явиться – κ.τ.τ.) φτάνω στο τέλος (επεισοδίου, γεγονότος).